- παιδόφιλος
- παιδόφιλος, -ον, θηλ. και παιδοφίλη (Α)1. αυτός που αγαπά τα παιδιά, φιλότεκνος2. παιδεραστής2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοφίληπροσωνυμία τής Δήμητρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φίλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιδοφιλωτέρα — παιδοφιλωτέρᾱ , παιδόφιλος loving children fem nom/voc/acc comp dual παιδοφιλωτέρᾱ , παιδόφιλος loving children fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
славянофил — начиная с В. Л. Пушкина, 1811 г.; К. Батюшков, 1813 г.; первонач. обозначало приверженцев Шишкова и Беседы с их пристрастием к цслав. словам, позднее – идеалистически настроенных любителей всего славянского; ср. также Арнольд, Zschr. f. d. Wf. 8 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek